Το πιο συνηθισμένο αίτιο δακρύρροιας στη βρεφική ηλικία είναι η συγγενής απόφραξη του ρινοδακρυϊκού πόρου. Κάθε φορά που οι γονείς ή ο παιδίατρος έρχονται αντιμέτωποι με το στοιχείο της επίμονης δακρύρροιας του νεογνού θα πρέπει να απευθύνονται στον οφθαλμίατρο ο οποίος μπορεί να αποκλείσει άλλες αιτίες δακρύρροιας και κυρίως το συγγενές γλαύκωμα που αποτελεί ιδιαίτερα σοβαρή κατάσταση.

Συνοπτικά τα αίτια της δακρύρροιας στο βρέφος είναι τα εξής :

    • Συγγενής απόφραξη του ρινοδακρυϊκού πόρου
    • Επιπεφυκίτιδα μολυσματικής ή ερεθιστικής αιτιολογίας
    • Συγγενείς ανωμαλίες του ανώτερου αποχετευτικού συστήματος (ατρησία δακρυϊκού σημείου ή σωληναρίου)
    • Βλεννοκήλη του δακρυϊκού ασκού
    • Συγγενές γλαύκωμα
    • Βλάβες του κερατοειδούς, ξένο σώμα κα.

Συγγενής απόφραξη ρινοδακρυϊκού πόρου. Πρόκειται για αδυναμία ολοκλήρωσης της βατότητας του αποχετευτικού συστήματος στο νεογνό. Το κώλυμα βρίσκεται στο κατώτερο άκρο του ρινοδακρυϊκού πόρου εκεί που εκβάλει στη ρινική κοιλότητα. Περίπου το 6% των νεογνών έχουν συγγενή απόφραξη ή στένωση του ρινιδακρυϊκού πόρου.

Το κύριο σύμπτωμα είναι η συνεχής δακρύρροια. Η στάση των δακρύων ευνοεί την ανάπτυξη μικροβίων ή μυκήτων με αποτέλεσμα την εκδήλωση επιπεφυκίτιδας, σωληναρίτιδας και δακρυοκυστίτιδας.  Οι υποτροπές μολυσματικής επιπεφυκίτιδας με άφθονες βλεννοπυώδεις εκκρίσεις παρά τη χρήση αντιβιοτικών κολλυρίων και τα μεσοδιαστήματα των προσβολών με τη συνεχή δακρύρροια χαρακτηρίζουν την πάθηση. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με την έξοδο βλεννοπυώδους υλικού από τα δακρυϊκά σημεία όταν εφαρμόζεται πίεση στον δακρυϊκό ασκό.

Σε μεγάλο ποσοστό υπάρχει αυτόματη βελτίωση μέχρι την ηλικία των 10-12 μηνών. Μέχρι την ηλικία αυτή ενσταλάζονται αντιβιοτικά κολλύρια και γίνονται μαλάξεις στην περιοχή του ασκού. Οι μαλάξεις πρέπει  αρχικά να έχουν κατεύθυνση από κάτω προς τα πάνω ώστε να αδειάσουν οι βλεννοπυώδεις εκκρίσεις από τον ασκό. Στη συνέχεια οι μαλάξεις έχουν φορά από πάνω προς τα κάτω με στόχο να διαρραγεί η μεμβράνη που φράζει την εκβολή του ρινοδακρυϊκού πόρου. Αν η βατότητα δεν αποκατασταθεί με τον τρόπο αυτό μέσα στους πρώτους 10-12 μήνες, πρέπει  να γίνει άμεσα καθετηριασμός του ρινοδακρυϊκού πόρου. Περίπου στο 90-95% των βρεφών που υποβάλλονται σε καθετηριασμό  έχουμε αποκατάσταση του προβλήματος. Για τα βρέφη που δεν θεραπεύονται ένας δεύτερος καθετηριασμός μπορεί να είναι επιτυχής. Όταν το πρόβλημα επιμένει μετά από δύο καθετηριασμούς, ενδείκνυται καθετηριασμός με σωληνάρια σιλικόνης που παραμένουν για έξι μήνες. Τα ποσοστά επιτυχίας με τη χρήση σωληναρίων σιλικόνης είναι μεγαλύτερα από 80%. Για τις λίγες εκείνες περιπτώσεις αποτυχίας καταφεύγουμε στην επέμβαση της δακρυοασκορρινοστομίας μετά την ηλικία των 18 μηνών.