Στο υπερμετρωπικό μάτι το σύνολο των ακτίνων των αντικειμένων που βρίσκονται σε μακρινή απόσταση εστιάζουν πίσω από τον αμφιβληστροειδή. Το φαινόμενο μπορεί να οφείλεται στο μικρό μέγεθος του βολβού και άρα στο μικρό αξονικό του μήκος ή στην μικρή διαθλαστική δύναμη του ματιού. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για αξονική υπερμετρωπία ενώ στη δεύτερη για διαθλαστική υπερμετρωπία.

 


Το ανθρώπινο μάτι είναι εφοδιασμένο με ένα μηχανισμό προσαρμογής χάρη στον οποίο είναι σε θέση να εστιάζει σε αντικείμενα που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση. Αυτό επιτυγχάνεται με την κύρτωση του κρυσταλλοειδούς φακού που αυξάνει τη διαθλαστική του δύναμη κατά περίπου 4,50 διοπτρίες αναγκάζοντας τις αποκλίνουσες ακτίνες από το κοντινό αντικείμενο να εστιαστούν πάνω στον αμφιβληστροειδή. Χωρίς αυτή τη πρόσθετη αύξηση της διοπτρικής ισχύος οι αποκλίνουσες ακτίνες φωτός από τα κοντινά αντικείμενα θα συγκεντρώνονταν πίσω από τον αμφιβληστροειδή σχηματίζοντας θολά είδωλα.

Αυτόν τον μηχανισμό προσαρμογής χρησιμοποιεί ο υπερμέτρωπας και στα μακρινά και στα κοντινά αντικείμενα προκειμένου να εξουδετερώσει την υπερμετρωπία του ή μέρος αυτής, μεταφέροντας τα είδωλα των αντικειμένων πιο μπροστά, πάνω στον αμφιβληστροειδή, επιτυγχάνοντας καθαρότερη όραση. Το ποσό της υπερμετρωπίας που εξουδετερώνεται με τη προσαρμογή λέγεται λανθάνουσα υπερμετρωπία ενώ το υπόλοιπο που παραμένει εμφανές λέγεται έκδηλη υπερμετρωπία.

 


Όσο νεότερο είναι το άτομο τόσο ισχυρότερος ο μηχανισμός της προσαρμογής και άρα τόσο μεγαλύτερο το ποσό της υπερμετρωπίας που εξουδετερώνεται. Αυτό εξηγεί τη πολύ συχνή «αποκάλυψη» της υπερμετρωπίας μετά την ηλικία των 35 ετών όταν αρχίζει να εξασθενεί η ικανότητα προσαρμογής.

Στα βρέφη είναι φυσιολογικό να υπάρχει κάποιου βαθμού υπερμετρωπία καθώς ο βολβός είναι μικρός, ενώ καθώς ο βολβός αναπτύσσεται σε μέγεθος η υπερμετρωπία μειώνεται. Στη παιδική ηλικία μια μετρίου βαθμού υπερμετρωπία περνά συχνά απαρατήρητη λόγω της μεγάλης ικανότητας προσαρμογής. Όμως ειδικά στην σχολική ηλικία όπου αρχίζουν οι απαιτήσεις για ευκρινή όραση για κοντά, η προσαρμογή πρέπει να αποδώσει επιπλέον έργο αφενός για να εξουδετερώσει την υπάρχουσα υπερμετρωπία και αφετέρου για να μεταφέρει την εστία του κοντινού αντικειμένου πάνω στον αμφιβληστροειδή. Το αποτέλεσμα είναι η κόπωση της όρασης (κοπιωπία) και συχνά οδηγεί σε κεφαλαλγία. Αντίστοιχα συμπτώματα παρουσιάζουν και οι ενήλικες υπερμέτρωπες. Η όραση επηρεάζεται τόσο στη μακρινή όσο και στη κοντινή όραση, με τη τελευταία να επηρεάζεται περισσότερο.  Στα παιδιά με μεγαλύτερη υπερμετρωπία επιπλέον ελλοχεύει ο κίνδυνος του προσαρμοστικού στραβισμού και της αμβλυωπίας.

Η διόρθωση της υπερμετρωπίας επιτυγχάνεται με θετικούς φακούς σε γυαλιά ή φακούς επαφής. Η μόνιμη χειρουργική αποκατάσταση γίνεται με excimer laser με τη μέθοδο LASIK για υπερμετρωπίες μέχρι 5,0 διοπτρίες. Για μεγαλύτερες υπερμετρωπίες μπορεί να γίνει φακοθρυψία και ένθεση ενδοφακού IOL ή τοποθέτηση προσθετικού φακού ICL.