Στα φυσιολογικά άτομα οι άξονες της όρασης των δύο ματιών κατευθύνονται ταυτόχρονα στο σημείο προσήλωσης και κάθε εικόνα σχηματίζεται πάνω στην ωχρά κηλίδα του αμφιβληστροειδή και των δύο οφθαλμών. Οι δύο όμοιες εικόνες μεταβιβάζονται δια της οπτικής οδού στον ινιακό φλοιό του εγκεφάλου όπου ταυτίζονται και ενοποιούνται σε μία. Η συνδυασμένη αυτή λειτουργία των δύο οφθαλμών και του εγκεφάλου ονομάζεται διόφθαλμη όραση. Η διεργασία της διόφθαλμης όρασης ολοκληρώνεται και γίνεται αντανακλαστική κατά τη βρεφική και τη πρώτη παιδική ηλικία. Οι βασικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της διόφθαλμής όρασης είναι τρείς :

    1. Η φυσιολογική κατασκευή και λειτουργικότητα των δύο οφθαλμών με πλήρη οπτική οξύτητα
    2. Η φυσιολογική ανάπτυξη της οπτικής οδού και του εγκεφάλου
    3. Η παράλληλη συντονισμένη κινητικότητα των δύο οφθαλμών

ΣΤΡΑΒΙΣΜΟΣ είναι η κατάσταση όπου ο ένας οφθαλμός αποκλίνει σε σχέση με τον άλλο, με αποτέλεσμα η εικόνα του αντικειμένου προσήλωσης να σχηματίζεται στην ωχρά κηλίδα του ενός μόνο οφθαλμού, αλλά όχι του άλλου. Ως επακόλουθο διαταράσσεται η διόφθαλμη όραση και ο εγκέφαλος δέχεται δύο διαφορετικές εικόνες για το ίδιο αντικείμενο γεγονός που προκαλεί σύγχυση και διπλωπία.

Τα μάτια κινούνται από μια ομάδα 6 μυών. Η παράλληλη, συντονισμένη κινητικότητα των δύο ματιών προς ένα κοινό στόχο προσήλωσης είναι απούσα τους πρώτους 3-4 μήνες της ζωής του βρέφους. Μετά την ηλικία των 4 μηνών η συντονισμένη και παράλληλη οφθαλμοκινητικότητα είναι πλέον φυσιολογικά δυνατή, επομένως κάθε απόκλιση των ματιών που γίνεται αντιληπτή από τους γονείς ή τον παιδίατρο πρέπει να θεωρείται «ύποπτη» και απαιτεί άμεσα οφθαλμολογική εξέταση.

Η συχνότητα του στραβισμού είναι περίπου 4% των παιδιών ηλικίας κάτω των 6 ετών. Εκτός από τον έκδηλο (φανερό) στραβισμό υπάρχει και ο λανθάνων που καλείται ετεροφορία. Στην ετεροφορία οι άξονες της όρασης διατηρούνται παράλληλοι λόγω του μηχανισμού ταύτισης της διόφθαλμης όρασης. Όταν για κάποιο λόγο διακοπεί η ταύτιση, πχ με κάλυψη του ενός ματιού, σε συνθήκες κόπωσης ή εξάντλησης, τότε παρατηρείται παρέκκλιση του ενός ματιού σε σχέση με το άλλο. Ο έκδηλος στραβισμός ονομάζεται ετεροτροπία και ταξινομείται :

α) Ως προς τη σταθερότητα της γωνίας παρέκκλισης. Ο στραβισμός με σταθερή γωνία σε όλες τις θέσεις του βλέμματος λέγεται συνεκτικός, ενώ αν η γωνία μεταβάλλεται στις διάφορες θέσεις του βλέμματος ονομάζεται μη συνεκτικός. Συνεκτικός είναι συνήθως ο στραβισμός που εμφανίζεται στα παιδιά, ενώ μη συνεκτικός είναι ο παραλυτικός στραβισμός που οφείλεται σε παράλυση κάποιου οφθαλμοκινητικού μυός.

β) Ως προς τη διάρκεια εμφάνισης. Ο στραβισμός μπορεί να είναι μόνιμος, δηλαδή με σταθερή παρουσία καθ’όλη τη διάρκεια της ημέρας, ή διαλείπων, άλλοτε εμφανιζόμενος και άλλοτε όχι μέσα στην ημέρα.

γ) Ως προς την κατεύθυνση της παρέκκλισης ο στραβισμός μπορεί να είναι  οριζόντιος, συγκλίνων (προς τα μέσα) ή αποκλίνων (προς τα έξω), ή κάθετος – ανωτροπία ή κατωτροπία.

δ) Ως προς το μάτι που στραβίζει. Όταν παρεκκλίνει πάντα ο ίδιος οφθαλμός τότε ο στραβισμός καλείται ετερόπλευρος. Όταν παρεκκλίνει πότε ο ένας οφθαλμός και πότε ο άλλος εναλλάξ τότε ο στραβισμός καλείται επαλλάσσων.


Σε πολλά παιδιά με στραβισμό μπορεί να υπάρχει κληρονομικότητα, ιστορικό προωρότητας, άλλες οφθαλμικές παθήσεις ή  κάποια μορφή εγκεφαλικής βλάβης. Οι κυριότερες κλινικές μορφές στραβισμού είναι :

  • Βρεφική εσωτροπία.  Εμφανίζεται στους πρώτους 6 μήνες της ζωής. Η γωνία του στραβισμού είναι μεγάλη και η θεραπεία είναι χειρουργική πριν την ηλικία των 2 ετών.
  • Προσαρμοστικός συγκλίνων στραβισμός. Οφείλεται σε υπερβολική σύγκλιση των ματιών κατά την προσήλωση. Μπορεί να είναι α) διαθλαστικός λόγω υψηλής υπερμετρωπίας, β) μη διαθλαστικός και γ) μικτός. Η αντιμετώπιση περιλαμβάνει συνεχή χρήση διορθωτικών υπερμετρωπικών ή διπλοεστιακών γυαλιών ενώ μπορεί κατά περίπτωση να απαιτηθεί επέμβαση.
  • Μη προσαρμοστικός συγκλίνων στραβισμός. Μπορεί να οφείλεται σε ανεπάρκεια απόκλισης ή σε αποστέρηση της όρασης λόγω συγγενούς καταρράκτη, ατροφίας του οπτικού νεύρου, ρετινοβλαστώματος, τραύματος κα.
  • Εξωφορία.  Παραμένει συχνά ασυμπτωματική ή προκαλεί συμπτώματα ασθενωπίας, παροδικής διπλωπίας ή θόλωσης της όρασης.
  • Διαλείπουσα Εξωτροπία. Ο συνηθέστερος τύπος εξωτροπίας στα παιδιά, αναπτύσσεται κλιμακωτά μέσω τριών φάσεων : στην πρώτη φάση υπάρχει εξωφορία για μακριά, στη δεύτερη φάση εξωτροπία μακριά και εξωφορία για κοντά και στη τρίτη φάση εξωτροπία μακριά και κοντά. Η χειρουργική επέμβαση πρέπει να γίνεται κατά προτίμηση πριν τη τρίτη φάση.
  • Συγγενής Εξωτροπία. Σπάνια κατάσταση, χαρακτηρίζεται από μεγάλη γωνία στραβισμού και απαιτεί χειρουργική αντιμετώπιση.
  • Εξωτροπία αισθητηριακής αποστέρησης. Οφείλεται σε μεγάλη μείωση της όρασης στο ένα μάτι εξαιτίας διαφόρων παθήσεων και εμφανίζεται σε παιδιά άνω των 5 ετών και σε ενήλικες.
  • Διάφορα στραβισμικά σύνδρομα: duane I, II και III, Brown, Mobius κα.


Το παιδί με στραβισμό αναπτύσσει προτίμηση για τη χρησιμοποίηση του ενός ματιού εις βάρος του άλλου, καθώς δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ταυτόχρονα και τα δύο μάτια χωρίς να προκληθεί σύγχυση ή διπλωπία. Για το λόγο αυτό η εικόνα που προέρχεται από το μάτι που παρεκκλίνει απωθείται συνεχώς με αποτέλεσμα το μάτι αυτό να καθίσταται «τεμπέλικο». Η αναγκαστική αυτή καταστολή της λειτουργίας του οφθαλμού που παρεκκλίνει ονομάζεται ΑΜΒΛΥΩΠΙΑ.

Αμβλυωπία ορίζεται η ελαττωμένη οπτική οξύτητα στον έναν ή μερικές φορές και στους δύο οφθαλμούς, παρά την διόρθωση κάθε διαθλαστικού σφάλματος και την απουσία οργανικής βλάβης. Η αμβλυωπία αποτελεί το συχνότερο αίτιο μονόφθαλμης απώλειας όρασης στα παιδιά και στους νέους Για να αναπτυχθεί φυσιολογικά η όραση πρέπει στα πρώτα 6-8 χρόνια της ζωής να υπάρχει σταθερή προσήλωση και φυσιολογικά οπτικά ερεθίσματα. Την περίοδο αυτή ο εγκέφαλος και το οπτικό σύστημα γενικότερα παρουσιάζουν πλαστικότητα. Είναι αυτή η ευαίσθητη περίοδος που μπορεί να αναπτυχθεί η αμβλυωπία και ταυτόχρονα η κρίσιμη περίοδος που μπορούμε να παρέμβουμε για να θεραπεύσουμε την αμβλυωπία. Είναι αδύνατον να θεραπευθεί η αμβλυωπία όταν παρέλθει η ηλικία των  8 ετών.

Εκτός από τον στραβισμό, αμβλυωπία μπορεί να δημιουργηθεί από αδιόρθωτο διαθλαστικό σφάλμα ή από οπτική στέρηση. Η διαθλαστική αμβλυωπία οφείλεται σε ανισομετρωπία, υψηλή υπερμετρωπία ή υψηλό αστιγματισμό. Η οπτική στέρηση μπορεί να είναι αποτέλεσμα συγγενούς βλεφαρόπτωσης, συγγενούς καταρράκτη, θόλωσης του κερατοειδούς, παραμονή υπερπλαστικού πρωτοπαθούς υαλοειδούς κα.

Η αντιμετώπιση της αμβλυωπίας απαιτεί πρώτα από όλα να αποκλειστεί κάθε οργανικό πρόβλημα και να προσδιοριστεί η υποκείμενη αιτία της αμβλυωπίας. Οποιοδήποτε διαθλαστικό σφάλμα (υπερμετρωπία, αστιγματισμός) πρέπει να διορθώνεται πλήρως. Αιτίες οπτικής στέρησης όπως ο καταρράκτης και η βλεφαρόπτωση πρέπει να χειρουργούνται χωρίς καθυστέρηση. Ενθαρρύνουμε τη χρήση του  «τεμπέλικου» ματιού με full time ή part time κάλυψη του υγιούς ματιού. Εναλλακτικά στο υγιές μάτι μπορεί να εφαρμοστεί ως «τιμωρία» κολλύριο ατροπίνης. Η παραδοσιακή άποψη ότι η αμβλυωπία πρέπει να θεραπευτεί όσο το δυνατόν περισσότερο πριν  από την επέμβαση στραβισμού τίθεται σήμερα υπό αμφισβήτηση. Η επιλογή του χρόνου της επέμβασης στραβισμού εξατομικεύεται ανάλογα με την περίπτωση. Σημαντικός παράγοντας επιτυχίας στην αντιμετώπιση της αμβλυωπίας είναι η συμμόρφωση του παιδιού στην κάλυψη και στη χρήση γυαλιών και η συνεργασία για το σκοπό αυτό του κοντινού περιβάλλοντος.